- αναζωγράφημα
- ἀναζωγράφημα (-ατος), το (Α) [ἀναζωγραφῶ]μνημονική εικόνα, εικόνα που σχηματίζεται στο μυαλό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναζωγράφημα — memory image neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναζωγραφημάτων — ἀναζωγράφημα memory image neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναζωγραφήματα — ἀναζωγράφημα memory image neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναζωγραφήματος — ἀναζωγράφημα memory image neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναζωγραφώ — ( έω) (Α ἀναζωγραφῶ) νεοελλ. ζωγραφίζω εκ νέου μια εικόνα ή τονίζω περισσότερο τα χρώματα της αρχ. 1. ζωγραφίζω, αναπαριστάνω, απεικονίζω 2. περιγράφω κάτι, σκιαγραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζωγραφῶ. ΠΑΡ. αναζωγράφηση ( ις) αρχ. ἀναζωγράφημα] … Dictionary of Greek